υπεραναμονή

υπεραναμονή
η
1) сверхожидание; 2) мор. , ком. стояночное, сталийно? время, простой (судна)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "υπεραναμονή" в других словарях:

  • υπεραναμονή — η, Ν 1. η υπέρ το όριο αναμονή 2. (ναυτ. δίκ.) η παραμονή πλοίου για φόρτωση ή εκφόρτωση σε λιμάνι πέρα από την καθορισμένη προθεσμία …   Dictionary of Greek

  • υπεραναμονή — η 1. η υπερβολική αναμονή. 2. η παραμονή πλοίου σε λιμάνι για φόρτωση ή εκφόρτωση πέρα από την καθορισμένη προθεσμία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»