- υπεραναμονή
- η1) сверхожидание; 2) мор. , ком. стояночное, сталийно? время, простой (судна)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπεραναμονή — η, Ν 1. η υπέρ το όριο αναμονή 2. (ναυτ. δίκ.) η παραμονή πλοίου για φόρτωση ή εκφόρτωση σε λιμάνι πέρα από την καθορισμένη προθεσμία … Dictionary of Greek
υπεραναμονή — η 1. η υπερβολική αναμονή. 2. η παραμονή πλοίου σε λιμάνι για φόρτωση ή εκφόρτωση πέρα από την καθορισμένη προθεσμία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)